fbpx

15 λέξεις που λέμε όλοι με τον ίδιο τρόπο αλλά έχουν διαφορετική σημασία!

Πόσες φορές “αναγκάστηκες” να μιλήσεις με διευκρινίσεις και ειδικότερα με ορθογραφικές οδηγίες, σε κάποιον, κατά τη διάρκεια της συζήτησής σας;

Όσες φορές κι αν το έκανες, σίγουρα ήταν όταν χρησιμοποιούσες κάποιες λέξεις που προφέρονταν το ίδιο με κάποιες άλλες. Ο λόγος; Θες ο συνομιλητής σου να κατανοήσει καλύτερα (άρα και ορθά) αυτά που έχεις σκοπό να του πεις, στη δεδομένη επικοινωνιακή περίσταση, ώστε να μην καταλάβει κάτι άλλο.

Αυτές οι λέξεις που έχουν την ίδια προφορά, σε επίπεδο φωνητικής-φωνολογίας, αλλά διαφορετική σημασία, σε επίπεδο σημασιολογίας, ονομάζονται στο πεδίο της γλωσσολογίας “ομόηχες”. Μάλιστα, αυτές οι λέξεις, έχουν και διαφορετική ορθογραφία κάτι το οποίο προκαλεί (συχνά) δυσκολίες στην ορθογραφική χρήση τους. Προκαλείται λοιπόν σύγχυση, αφού με την αλλαγή ή/και αφαίρεση ενός μόνο φωνήματος δημιουργούνται νέες λέξεις, με άλλες σημασίες.

Έτσι, ψάξαμε και σου παρουσιάζουμε 15 τέτοιες ομόηχες λέξεις, που προφέρονται (και ακούγονται) το ίδιο, αλλά διαφέρουν στην ορθογραφία και σημασία τους.

Δες τις πιο κάτω:

1
Διάλειμμα – διάλυμα

undergrad.stanford.edu/ylikonet.gr

Διάλειμμα: Μικρό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο σταματά μια δραστηριότητα, συνήθως για να ξεκουραστούν οι συμμετέχοντες.

π.χ.  “Κυρία, σε πόσα λεπτά παίζει το κουδούνι για διάλειμμα;

Διάλυμα: Ομογενές μείγμα υγρού, που προκύπτει από τη διάλυση ενός σώματος (στε-ρεής, αέριας ή υγρής μορφής) σε κάποιο υγρό.

 π.χ. “Το μεγαλύτερο ηλεκτρολυτικό διάλυμα στη φύση είναι η θάλασσα.”

2
Κλήμα – κλίμα

pixabay.com/newsbeast.gr

Κλήμα: Φυτό που κάνει σταφύλια (το λεγόμενο “αμπέλι”).

π.χ.  “Στον κήπο της γιαγιάς μου, υπάρχει ένα μεγάλο κλήμα που κάθε χρόνο κάνει ζουμερά σταφύλια.”

Κλίμα: Σύνολο καιρικών και μετεωρολογικών φαινομένων (και συνθηκών) που επικρα-τούν και μεταβάλλονται σε μια περιοχή, για ένα χρονικό διάστημα.

π.χ. “Η Κύπρος έχει μεσογειακό κλίμα, με ξηρά καλοκαίρια και ήπιους χειμώνες.”

3
Κριτική – κρητική

boro.gr/lifo.gr

Κριτική: Διατύπωση θετικών ή αρνητικών κρίσεων ενός ατόμου για οποιοδήποτε θέμα, συνήθως, ανάλογα με την προσωπική εμπειρία του.

π.χ. “Είναι πολύ εύκολο να κάνεις κριτική, όταν δεν έχεις την πραγματική ευθύνη μιας κατάστασης.”

Κρητική (επίθετο): Κάτι που προέρχεται από το νησί της Κρήτης.

π.χ. “Η κρητική κουζίνα, λες να είναι καλύτερη από την κυπριακή;”

4
Λύρα – λίρα

musicorama.gr/fimes.gr

Λύρα: Παραδοσιακό (ελληνικό) έγχορδο μουσικό όργανο, συνήθως με 3 χορδές, που παίζεται με δοξάρι.

π.χ.  “Η λύρα ήταν ένα από τα ιερά σύμβολα του θεού Απόλλωνα.”

Λίρα: Νόμισμα (χαρτονόμισμα ή κέρμα) διαφόρων χωρών.

π.χ. “Το ήξερες ότι το 1879, οι Άγγλοι εισαγάγουν την κυπριακή λίρα στο νησί, την οποία όρισαν να έχει την ίδια χρηματική αξία με την αγγλική;”

5
Μήλα – μίλα

magnesianews.gr/shutterstock.com

Μήλα: Καρποί της μηλιάς.

π.χ. “Η μαμά μου, σήμερα, αγόρασε μερικά μήλα από το μανάβη, για να φτιάξει μηλόπιτα.”

Μίλα (ρήμα σε προστακτική αορίστου): Προστάζω κάποιον να μιλήσει για κάτι.

π.χ. “Μίλα μου λίγο για το παρελθόν σου.”

6
Όμως – ώμος

koinoniki.gr/rodiaki.gr

Όμως: Αντιθετικός (ή εναντιωματικός) σύνδεσμος.

π.χ. “Ρώτησε από ‘δω κι από ‘κει, όμως δεν το βρήκε πουθενά.”

Ώμος: Μέρος του σώματος, που ξεκινά από τον αυχένα μέχρι το βραχίονα.

π.χ. “Μου βγήκε ο ώμος από το πολύ κουβάλημα.”

7
Πάλη – πάλι

sport24.gr/koinoniki.gr

Πάλη: Αγώνισμα κατά το οποίο δύο αθλούμενοι αγωνίζονται, σώμα με σώμα, ώστε να νικήσει ο ένας τον άλλο.

π.χ. “Η πάλη είναι ένα αρχαίο ολυμπιακό άθλημα.”

Πάλι: Χρονικό επίρρημα που σημαίνει “ξανά”.

π.χ. “Θα χρειαστεί πάλι να πάρεις τηλέφωνο στο εστιατόρο, αφού δεν το απαντάει κανείς.”

8
Ρήμα – ρίμα

koinoniki.gr

Ρήμα: Λέξη που φανερώνει πως ένα υποκείμενο ενεργεί ή παθαίνει ή βρίσκεται σε μια κατάσταση.

π.χ. “Το ρήμα “έτρεχα” σε ποιο χρόνο είναι;”

Ρίμα: Κατάληξη που επαναλαμβάνεται σε στίχους, λ.χ. ενός ποιήματος.  Είναι η λεγόμενη “ομοιοκαταληξία”.

π.χ. “Στην κα­θαρεύουσα τη ρίμα την αποκαλούσαν “ομοιοτέλευτον”, δηλ. που τελειώνει κατά όμοιο τρόπο.”

9
Σήκω – σύκο

Σήκω (ρήμα σε προστακτική αορίστου): Προστάζω κάποιον να έρθει σε όρθια στάση.

π.χ. “Σήκω από την καρέκλα να κάνεις καμία δουλεία στο σπίτι!”

Σύκο: Kαρπός της συκιάς.

π.χ. “Το ξέρεις ότι το σύκο είναι ωφέλιμο για την υγεία μας;”

10
Τύχη – τείχη

astrafriends.com/romeingreek.eu

Τύχη: Δύναμη που υποτίθεται επηρεάζει τα γεγονότα, είτε προς μια θετική κατάληξη, είτε προς μια αρνητική.

π.χ. “Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτε.”

Τείχη: Αμυντική κατασκευή, μόνιμη ή πρόχειρα φτιαγμένη που συνήθως περιβάλλει μία πόλη. Aποτελείται από ψηλά τοιχώματα με πύργους, προμαχώνες και επάλξεις.

π.χ. “Οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν τα τείχη των προϊστορικών ακροπόλεων, “Κυκλώπεια”, γιατί πίστευαν ότι τα είχαν κατασκευάσει οι μυθικοί Κύκλωπες – ήταν χτισμένα με πελώριες πέτρες.”

11
Φοιτώ – φυτό

koinoniki.gr/indoor-plants.co.uk

Φοιτώ: Παρακολουθώ μαθήματα σε μια σχολή, συνήθως πανεπιστημιακή.

π.χ. “Φοιτώ στο τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου Κύπρου.”

Φυτό: Ζωντανός οργανισμός που βρίσκεται ριζωμένος στο έδαφος.

π.χ. “Ο φοίνικας είναι ένα φυτό της τροπικής ζώνης.”

12
Φυλάω – φιλάω

policenet.gr/pt.pixword.net

Φυλάω (ρήμα): Προστατεύω, φροντίζω, προσέχω κάτι ή κάποιον/α.

π.χ. “Δεν μπορώ να έρθω απόψε. Φυλάω το μικρό μου αδελφό.”

Φιλάω (ρήμα):  Δίνω φιλί σε κάποιον/α.

π.χ. “Δε χορταίνω να φιλάω τη μικρή μου ξαδέλφη.”

13
Φύλλο – φύλο

naftemporiki.gr/nectarlibro.blogspot.com.cy

Φύλλο: Διακριτό μέρος φυτού στο οποίο συμβαίνει η φωτοσύνθεση.

π.χ. “Το φύλλο της λεμονιάς είναι μικρότερο από εκείνο της συκαμιάς.”

Φύλο: Διαχωρισμός έμβιων όντων, σε 2 γένη (ανδρικό ή γυναικείο), ανάλογα με τα αναπαραγωγικά όργανά τους.

π.χ. “Ένα από τα στοιχεία που αναγράφεται στην ταυτότητά σου, είναι το φύλο σου.”

14
Χείλια – χίλια

news.gr/laoblogger.com

Χείλια: Δυο μυϊκοί ιστοί του προσώπου, που σχηματίζουν εξωτερικά το στόμα.

π.χ. “Έχεις κάποιο μυστικό για να έχω πιο απαλά χείλια;”

Χίλια: Αριθμός 1000

π.χ. “Έκλεψε χίλια ευρώ και η αστυνομία τον συνέλαβε.”

15
Χοίρος – χήρος

news.gr/majoumo.com

Χοίρος: Κοινώς, το γουρούνι.

π.χ. “Ο χοίρος είναι παμφάγο ζώο, το όποιο εκτρέφεται, κυρίως, για το κρέας του.” 

Χήρος: Ο άντρας του οποίου η σύζυγος έχει πεθάνει.

π.χ. “Είναι χήρος εδώ και 5 χρόνια, αλλά είναι αισιόδοξος για το μέλλον.”

Εσύ γνωρίζεις άλλες λέξεις που προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά έχουν διαφορετική σημασία;  Αν ναι, άφησε comment!

Follow Us

45,341FansLike
11,539FollowersFollow
17,500FollowersFollow
1,070SubscribersSubscribe

Trending