Σίγουρα σου έχει τύχει να προσπαθείς να συνεννοηθείς με κάποι@ από Ελλάδα, αλλά να επικρατεί μια σύγχυση, επειδή χρησιμοποιείς κάποιες συγκεκριμένες λέξεις της κυπριακής διαλέκτου… που για τον Ελλαδίτη συνομιλητή σου έχουν εντελώς διαφορετική σημασία! #oops
Αυτές οι λέξεις (στη γλωσσολογία ονομάζονται “ψευδόφιλες”) γράφονται ορθογραφικά το ίδιο, προφέρονται με τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο, αλλά έχουν διαφορετική σημασία σε άλλες γλώσσες ή διαλέκτους.
Δες πιο κάτω 10 τέτοιες λέξεις:
1Γόμα

plaisio-cdn.gr/assets.londongraphics-static.co.uk
- Κυπριακή διάλεκτος: Στερεά ή υγρή ουσία που χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση διάφορων επιφανειών.
- Κ.Ν.Ε.: Είδος γραφικής ύλης που χρησιμοποιείται για το σβήσιμο κειμένων ή σχεδίων από μολύβι (το λεγόμενο “σβηστήρι”).
2Θάλαμος

pentapostagma.gr/eleftheriaonline.gr
- Κυπριακή διάλεκτος: Περιορισμένος χώρος, με θερμοκρασία χαμηλότερη του ψυγείου για πιο μακροχρόνια συντήρηση των τροφίμων (η λεγόμενη “κατάψυξη”).
- Κ.Ν.Ε.: Μεγάλο δωμάτιο ενός κτηρίου, που προορίζεται για τη συγκέντρωση πολλών ανθρώπων ή/και για κάποια ειδική χρήση (η λεγόμενη “αίθουσα”).
3Κόλλα

typotrust.gr/plaisio-cdn.gr
- Κυπριακή διάλεκτος: Λεπτό υλικό, φτιαγμένο από ξύλο ή άλλο υλικό, σε διάφορα μεγέθη και χρώματα. Χρησιμοποιείται, ανάλογα με την ποιότητά του, για γραφή, περιτύλιγμα κ.λπ. Είναι το λεγόμενο “χαρτί”.
- Κ.Ν.Ε.: Στερεά ή υγρή ουσία που χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση διάφορων επιφανειών.
4Κούπα

wellgoods.com.cy/mandauefoam.ph
- Κυπριακή διάλεκτος: Κυπριακό έδεσμα φτιαγμένο από πλιγούρι και κιμά.
- Κ.Ν.Ε.: Αγγείο πόσεως με λαβή, μεγαλύτερο από το φλιτζάνι.
5Κουφέτ(τ)α

trendy.com.gr/kyria-maro.gr
- Κυπριακή διάλεκτος: Μικρό ζαχαρωτό, που τρώνε μικροί και μεγάλοι (η λεγόμενη “καραμέλα”).
- Κ.Ν.Ε.: Μικρό ζαχαρωτό, συνήθως ωοειδούς σχήματος, που αποτελείται από ένα αμύγδαλο ή σοκολάτα με επικάλυψη από σκληρό στρώμα ζάχαρης. Συνήθως προσφέρεται στους γάμους και στα βαφτίσια.
6Κουφή

nhmc.uoc.gr/antikleidi.com
- Κυπριακή διάλεκτος: Κυπριακό δηλητηριώδες φίδι με χοντρό σώμα, αμμώδες χρώμα, σφηνοειδές κεφάλι και κοντή ουρά.
- Κ.Ν.Ε.: Άτομο που στερείται την αίσθηση της ακοής.
7Πίσσα

anexarttitosblog.gr/diatrofisimera.gr
- Κυπριακή διάλεκτος: Προϊόν που αποτελείται από κάποια φυσική ή τεχνητή ρητίνη, περιέχει γλυκαντικές και αρωματικές ουσίες και μπορεί να μασιέται για αρκετό χρονικό διάστημα (η λεγόμενη “τσίχλα”).
- Κ.Ν.Ε.: Μαύρη παχύρρευστη ουσία, υποπροϊόν απόσταξης λιθανθράκων ή πετρελαίου που χρησιμοποιείται ως στεγανωτικό υλικό, π.χ. στην ασφαλτόστρωση δρόμων.
8Σάκ(κ)ος

be-casual.gr/eshop-dcse.gr
- Κυπριακή διάλεκτος: Είδος ρούχου το οποίο φοριέται το χειμώνα για την προστασία απ’ το κρύο (το λεγόμενο “μπουφάν”). Μπορεί να είναι ανδρικό, γυναικείο ή παιδικό.
- Κ.Ν.Ε.: Μεγάλο σακί ή σακούλα για αποθήκευση ή μεταφορά πραγμάτων.
9Σάλι

happyweek.gr/assets.goldenbrands.gr
- Κυπριακή διάλεκτος: Μακρόστενο κομμάτι από ύφασμα που φοριέται τυλιγμένο γύρω από το λαιμό (το λεγόμενο “κασκόλ”). Μπορεί να είναι γυναικείο, αντρικό, ποδοσφαιρικό, κ.λπ.
- Κ.Ν.Ε.: Γυναικείο ρούχο, μάλλινο συνήθως κομμάτι ύφασμα που σκεπάζει τους ώμους και την πλάτη.
10Συνδετήρας

- Κυπριακή διάλεκτος: Φορητός ή επιτραπέζιος μηχανικός μηχανισμός που χρησιμοποιεί συρματάκια σχήματος “Π”, για να συνδέσει μεταξύ τους φύλλα χαρτιού (το λεγόμενο “συρραπτικό”).
- Κ.Ν.Ε.: Μικρό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για πρόχειρη σύνδεση φύλλων χαρτιού.