Ο Χάρης μπαίνει ευδιάθετος στο σπίτι της μάμας του για να παραλάβει την μικρή του κόρη Θάλεια. Όπως κάθε Κυριακή, θα την πάει για παγωτό αφού έχει τηρήσει τον όρο που έβαλαν. Αν τρώει ό,τι φαγητό μαγειρεύει η γιαγιά της κάθε μεσημέρι,– ακόμα και το λουβί με το κολοκούι-, χωρίς να «ξινίζει τα μούτρα της». την Κυριακή θα την πηγαίνει ένα μεγάλο περίπατο και θα τρώνε παγωτό.
Έξω στην αυλή κάθεται μια γειτόνισσα και διαβάζει εφημερίδα -όπως κάθε απόγευμα συναντήθηκαν με τη μητέρα του για καφέ.
«Χαίρετε κυρία Γιούλη, μα πού εν η μάμα μου;»
«Γεια σου Χάρη μου, επήε μέσα να χτενίσει το μωρό, κάτσε τζαι έρκεται».
Ο Χάρης κάθεται από ευγένεια ενώ φωνάζει στη μητέρα του να φέρει τη Θάλεια. Η γειτόνισσα διαβάζει κάτι στην εφημερίδα και κάνει τον σταυρό της, ενώ κουνά συνεχώς απογοητευμένη το κεφάλι της κάνοντας «Τς Τς Τς».
«Ε.. επέθανε κανένας γνωστός..;» την ρωτά ο Χάρης από περιέργεια.
«Και μη χειρότερα γιε μου, θώρε που εκαταντήσαμε, να κάμνουν δήθεν μου πορείες για να υποστηρίζουν τους ανώμαλους» του λέει καθώς του βάζει μπροστά του την εφημερίδα και δείχνει φωτογραφίες από την Πορεία Υπερηφάνειας Κύπρου λέγοντας «Άδε; Άδε. Άδε» Ο Χάρης θα ήθελε πολύ να της έλεγε ότι ο γιος της είναι ομοφυλόφιλος, και ότι παντρεύτηκε, χώρισε και έφυγε στο εξωτερικό, όχι για καλύτερη δουλειά αλλά εξαιτίας της δικής της στενόμυαλης κοσμοθεωρίας που δεν του επέτρεψε ποτέ να της το εκμυστηρευτεί γιατί φοβόταν την απόρριψη και καταπίεζε την προσωπικότητα του. Αλλά ξέρει πως δεν αρμόζει να της το πει.
«Κυρία Γιούλη μου ενεν ανώμαλοι οι άνθρωποι, απλά ζητούν τα δικαιώματα τους, να ζουν μια ζωή όπως ούλοι μας, εν άνθρωποι σαν εμάς εν τζαι εν εξωγήινοι τίποτε τζαι κάμνεις έτσι».
«Χάρη μου μα τι λέεις; Ο Θεός έφτιαξε τον Αδάμ και την Εύα, άντρα και γυναίκα, τούτα τα πράματα είναι παραφύσικα, ανωμαλίες»
«Ε ατε, τι να σου πω τωρά κυρία Γιούλη. Αφού ότι τζαι να σου πω θα καταλήξουμε στο ότι θα σείρει φωθκιά να μας κάψει.» Ο Χάρης δεν θέλει να θυμώσει άλλο μαζί της θέλει απλώς να πάρει την κόρη του και να φύγει, αλλά η κυρία Γιούλη συνεχίζει σε δασκαλίστικο ύφος, «Χάρη;;;; Το λέει και η καινή διαθήκη: Καὶ ὃς ἂν κοιμηθῇ μετά ἄρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα ἐποίησαν ἀμφότεροι• θανάτῳ θανατούσθωσαν, ἔνοχοί εἰσιν.»
«Κυρία Γιούλη μου ΚΑΝΕΙ! αφού είσαι της εκκλησσιάς, πρέπει να ξέρεις ότι ο Χριστός είπε τζαι το “Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε”», η κυρία Γιούλη μισοκλείνει τα μάτια και τον κοιτάζει κάτω από τα γυαλιά «Γι’ αυτό να θωρούμεν ο καθένας το σπίτι μας τζαι τα παιθκιά μας τζαι να αφήκετε τον Χριστο να κρίνει με την ησυχία του που εννά έρτει η ώρα, εχτός τζαι αν σε διόρισε αντιπρόσωπο στην Κύπρο να διάς εισιτήρια για τον Παράδεισο».
Η Κυρία Γιούλη παίρνει την τσάντα της προσβεβλημένη και φεύγει χωρίς να πει τίποτα, προφανώς θα πάει σε άλλη γειτόνισσα για να πει πόσο άξεστος είναι ο γιός της Τασούλας. Η μητέρα του Χάρη μπαίνει με την Θάλεια. «Έτοιμεεες! Μα Χάρη μου που επήεν η Γιούλη, άκουσα φωνές;» «Ένιξερω άμμα, μάλλον θα πιάσει τηλέφωνο σε καμιά εκπομπή τωρά το μεσημέρι να πει προς τα πού βαδίζει η κοινωνία». Ο Χάρης παίρνει την κόρη του και φεύγει. Θα πάνε στη Λήδρας αυτή τη φορά.
Για την Θάλεια η στιγμή αυτή είναι η δική της μικρή παράσταση. Το σχεδιάζει στο μυαλό της όλη την εβδομάδα. Περιμένει πώς και πώς. Ντύθηκε όμορφα, χτενίστηκε και όταν βρέθηκε μπροστά από τη βιτρίνα με τα παγωτά έκανε –όπως πάντα- ότι δυσκολεύεται να αποφασίσει για να κερδίσει την προσοχή, αλλά στο τέλος παρήγγειλε όπως κάθε φορά βανίλια-καραμέλα-κεράσι στο μεγάλο χωνάκι σοκολάτας. «Να μου βάλετε και μελούι; Φράουλα!» είπε πριν προλάβει να της το δώσει ο «παγωτάρης» –όπως τον αποκαλεί- και ξερόβηξε –όπως πάντα- επειδή ξέχασε να της βάλει πουράκι και ομπρελίτσα. Στη συνέχεια, έπαιξαν στα παιχνίδια της παγωταρίας, έκαναν ένα μεγάλο περίπατο στην παλιά Λευκωσία και ο Χάρης της αγόρασε ένα λουλουδένιο στεφάνι για τα μαλλιά. «Θα το φορώ και θα γίνομαι νεράιδα αληθινή παπά τωρά» του είπε, ενώ αναρωτήθηκε «Φτερά εν μπορούμε να αγοράσουμε;»
Στην επιστροφή, προς το parking που είχαν αφήσει το αυτοκίνητο, σε ένα τοίχο στην Παλιά Λευκωσία η Θάλεια πρόσεξε ένα σύνθημα. Κάποιος έγραψε με μεγάλα κόκκινα γράμματα << ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ ΟΙ GAY >>.
«Παπά τι είναι οι gay; Τζαι ..γιατί πρέπει να πεθάνουν;» Ο Χάρης, δεν ήταν προετοιμασμένος γι’ αυτή την ερώτηση. «Οι gay αγάπη μου… είναι κάποιοι άνθρωποι που αγαπούν άτομα του ίδιου φύλου. Δηλαδή άντρες που… αγαπούν άντρες και κάποιες γυναίκες που αγαπούν γυναίκες… και είναι ζευγάρια… » Η Θάλεια είναι σκεφτική. «Μα… η δασκάλα είπε ότι στα ζευγάρια οι άντρες πρέπει να αγαπούν γυναίκες και οι γυναίκες να αγαπούν άντρες και μετά να κάμνουν παιδάκια» Ο Χάρης ξέρει πως αν ήταν μαζί τους η μάμα της θα το χειριζόταν καλύτερα. Της απαντά ήρεμα όμως «Σε τούτα τα πράματα εν έσσει πρέπει Θάλεια μου, ο καθένας έσσει δικαίωμα να επιλέγει ποιόν ή ποιαν πρέπει να αγαπά…» «Πρώτη φορά το ακούω. Εν παράξενο. Τζαι γιατί πρέπει να πεθάνουν παπά; » «Εν πρέπει να πεθάνουν αγάπη μου, απλά οι άνθρωποι γυρέφκουν να έβρουν τα ελαττώματα τους άλλους πρώτα τζαι μετά τα δικά τους, κάποια άνθρωποι σκέφτουνται με μίσος όχι με αγάπη, ούτε με κατανόηση..» Φτάνουν στο αυτοκίνητο.
«Παπά δηλαδή εγώ που εννα μεγαλώσω τι πρέπει να αγαπώ για να μεν θέλουν να πεθάνω»
«…όταν μεγαλώσεις Θάλεια μου θα είσαι με όποιο άτομα σε αγαπά τζαι κάμνει σε ευτυχισμένη, τζαι άφηστους να γράφουν ότι θέλουν πας τους τοίχους, σημασία έσσει να είσαι ευτυχισμένη»
Η κόρη του πρώτη φορά στη ζωή της άκουσε ότι μπορεί να επιλέγει στη ζωή της ό,τι την κάμνει ευτυχισμένη και όχι ότι πρέπει. Τελικά ο Χάρης σκέφτεται ότι το γεγονός της άρνησης της Θάλειας να τρώει όσπρια και το κόλπο να της τάσσει περίπατους για να τρώει, τελικά θα έκαμνε καλό και στους 2 τους… Ξέρει πως αν ήταν μαζί τους η μάμα της θα το χειριζόταν καλύτερα. Δεν ξέρει αν της απάντησε σωστά σύμφωνα με τους επιστήμονες, ξέρει όμως πως θέλει να την μεγαλώσει με εμπιστοσύνη, αποδοχή και κατανόηση, όχι όπως εμεγάλωσε η κυριά Γιούλη το γιό της…