Δύο χρόνια μετά τον Μάρτιο του 2013: αποτίμηση και πρόταση
Παρουσίαση κειμένου πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
Είναι καιρός να πούμε ότι απέτυχε η φιλοσοφία της τρόϊκας. Τα «εργαλεία» εξόδου από την κρίση υπάρχουν. Η Κύπρος σήμερα χρειάζεται αλλαγή οικονομικής πολιτικής. Τη λύση θα την δώσει η οικονομική δυναμική. Απαιτείται φορολογική μεταρρύθμιση. Στις συντάξεις πρέπει να υπάρξει ανώτατο και κατώτερο όριο. Είναι ανάγκη να επιστρατευθούν η γνώση και το ψυχικό σθένος. Γενικώς χρειάζεται αλλαγή ευρύτερης φιλοσοφίας. Αυτές ήταν μερικές από τις επισημάνσεις της παρουσίασης του καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας Ανδρέας Θεοφάνους, προέδρου του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Αφορούσε το νέο «κείμενο πολιτικής» με τίτλο «Δύο χρόνια μετά τον Μάρτιο του 2013: μια ποιοτική αποτίμηση και μια εναλλακτική πρόταση».
Ο καθηγητής Θεοφάνους, άρχισε την ομιλία του αναφέροντας πως «ως αποτέλεσμα της ανικανότητας, της απρονοησίας, της ανευθυνότητας, της επιπολαιότητας, του άκρατου καταναλωτισμού, της διαπλοκής και της διαφθοράς καθώς και εξωγενών παραγόντων η Κύπρος βρέθηκε ενώπιον πολύ σοβαρών προβλημάτων στο τέλος του 2012».Η καταστροφή στο Μαρί νωρίτερα και οι αποφάσεις του Eurogroup για την Κύπρο τον Μάρτιο του 2013 μοιραία «κατέστρεψαν την οικονομία και ευνούχισαν τη δυνατότητα ανάκαμψης της».
Η συμφορά στο Τραπεζικό σύστημα επιδείνωσε την ύφεση, καθώς μεταξύ άλλων αυξήθηκαν η ανεργία και το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το ζητούμενο είναι η έξοδος από την κρίση, ο τερματισμός της οικονομικής συρρίκνωσης, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, η δημιουργία προϋποθέσεων για την αποπληρωμή του ιδιωτικού χρέους, η ύπαρξη ρευστότητας, η επαναφορά σε συνθήκες ομαλότητας. «Προφανώς όλα αυτά θα είναι δυνατό να γίνουν στα πλαίσια ενός νέου υποδείγματος, το οποίο όμως η Κύπρος εξακολουθεί να αναζητεί», τόνισε, με αποτέλεσμα η μνημονιακή πολιτική στην οποία είναι προσκολλημένη η κυβέρνηση να οδηγεί την κυπριακή οικονομία σε συνεχή συρρίκνωση.
Ο ομιλητής αναφέρθηκε σε παρόμοια προβλήματα που αντιμετώπισαν άλλες χώρες – χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τις Ην. Πολιτείες – όπου οι ηγεσίες τους, προχώρησαν σε ουσιαστικές φορολογικές μειώσεις, σε περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, όπως επίσης σε ουσιαστική μείωση της γραφειοκρατίας. « Η πολιτική σκληρής λιτότητας σε ένα κράτος με υψηλή ανεργία, ένα τεράστιο ιδιωτικό και δημόσιο χρέος, καθώς και ένα προβληματικό τραπεζικό τομέα με χαμηλή αξιοπιστία, είναι όχι μόνο αδιέξοδη αλλά και καταστροφική», επισήμανε.
Παρουσιάζοντας στη συνέχεια της προτάσεις του για ανάκαμψη, ο κ. Θεοφάνους, αναφέρθηκε στην ανάγκη πολιτικής ανανέωσης, στην αλλαγή οικονομικής φιλοσοφίας αλλά και προσώπων. « Η Κύπρος νομιμοποιείται να ζητήσει πολυδιάστατη στήριξη από τους εταίρους της, από μια μορφή Σχεδίου Μάρσαλ, που θα ισοδυναμούσε με μια ουσιαστική χαλάρωση των όρων του Μνημονίου», είπε. « Επίσης η μάχη για τη δικαιοσύνη πρέπει να δίνεται καθημερινά, να αντιμετωπισθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, να γίνουν ρευστοποιήσεις με όρους , οι Τράπεζες να επανακτήσουν το κοινωνικό τους πρόσωπο – γεγονός που θα συμβάλλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού προς αυτές – να μειωθεί το κόστος λειτουργίας τους . Επίσης να αποζημιωθούν οι καταθέτες που επηρεάσθηκαν από το κούρεμα, να γίνει φορολογική μεταρρύθμιση, να μην υπάρξει άλλη μείωση στους μισθούς στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα και να δοθεί έμφαση στην αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων και την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας».
Ο ομιλητής ολοκλήρωσε την εισήγηση του, ζητώντας να δοθούν ευνοϊκά κίνητρα για επενδύσεις από ξένους στην Κύπρο – που θα αυξήσουν τη ρευστότητα των τραπεζών και θα τονώσουν την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα – ενώ έκανε έκκληση για εξυγίανση και αναβάθμιση του δημόσιου βίου. Θεώρησε επίσης αναγκαίο να αναθεωρηθούν τα συνταξιοδοτικά σχέδια ώστε να αποκατασταθεί η ισοτιμία των πολιτών και τέλος να ληφθούν υπ΄ οψη οι εξελίξεις στην Ελλάδα, ώστε η Κύπρος να μην αιφνιδιαστεί αν υπάρξει Ελληνική χρεοκοπία και έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη. «Εδώ θα προκληθεί παγκόσμιος πανικός από ένα GREXIT, είναι δυνατό να λένε μερικοί πως η Κύπρος δεν θα επηρεαστεί;» κατέληξε.
Ακολούθησαν ερωτήσεις και τοποθετήσεις από το κοινό