Όντας πολυδιάστατα όντα, μας εξιτάρει το ‘ταξίδι’ πίσω στο χρόνο και σε εποχές που απέχουν άρδην από τη δική μας. Πιο πολύ όμως μας εξιτάρει αυτό μυστήριο – το πέπλο που καλύπτει τη ζωή ενός καλλιτέχνη. Κανείς πιστεύω δε θα ανάλωνε το χρόνο του να διαβάζει μια ποίηση που δε θα τον αναστάτωνε, δε θα του άλλαζε το τρόπο σκέψης. Γι’ αυτό άλλωστε και οι ‘καταραμένοι ποιητές’ παραμένουν ακόμη αμφιλεγόμενα πρόσωπα, με ακόμα πιο αμφιλεγόμενη γραφή και θεματολογία.
Για αυτή τη σκοτεινή γραφή που εναντιώνεται σε συμβάσεις και παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο, αναφέρομαι. Τέτοιου είδους ήταν και η γραφή του Αρθούρου Ρεμπώ, ενός πρωτοστάτη που τα είχε δοκιμάσει όλα στη ζωή του και που καταπιάστηκε με τις σκοτεινές εκφάνσεις της κοινωνίας του 19ου αιώνα της Γαλλίας. Τον χαρακτήριζε πάντα μια αντικομφορμιστική τάση, ισοπέδωσης των πάντων.
“Ονειρεύτηκα σταυροφορίες, εξερευνητικά ταξίδια που κανείς δεν είχε υπόψη του, ανιστόρητες δημοκρατίες, καταπνιγμένους θρησκευτικούς πολέμους, επαναστάσεις των ηθών, μετακινήσεις φυλών και ηπείρων· Πίστευα σ’ όλα τα μάγια.”
Κανείς δε θα μάθε ποτέ το ακριβές γιατί. Ίσως να απέρρεε από το καταπιεστικό τρόπο με τον οποίο ασκούσε τα καθολικά της πιστεύω και τη υποταγή στη θρησκεία, η μητέρα του. Ίσως η απώλεια από το θάνατο της αδερφής του. Ίσως η καταπίεση που απέρρεε από τη ανεξέλεγκτη σχέση του με τον επίσης διάσημο ποιητή των ‘σαλονιών’ της Γαλλίας, Πωλ Βερλαίν. Ίσως επειδή δε μπορούσε να συμβιβαστεί με τα κομφορμιστικά καλούπια της κοινωνίας και τις απαγορεύσεις. Ίσως επειδή δε μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου.
“Α τούτο! Το ρολόι της ζωής μόλις σταμάτησε. Δεν ανήκω πια στον κόσμο – η θεολογία είναι ακριβής, η κόλαση είναι βεβαίως εδώ κάτω- και απάνω ο παράδεισος – -έκσταση, εφιάλτης, ύπνος σε πύρινη φωλιά.”
Διαβάζοντας τη ποίηση του Ρεμπώ, ανοίγονται μπροστά στα μάτια σου όλες οι ‘σελίδες’ της ζωής του, μια προς μια. Υπήρξε ίσως ο νεότερος ποιητής με τόση μετά θάνατον επιρροή στη ποιητική συγγραφή. Αν αναλογιστεί κανείς πως η ποιητική του καριέρα διήρκησε ελάχιστα χρόνια (από 12 χρόνων που ξεκίνησε να γράφει έως τα 19), θα καταλάβει πόσο εκπληκτικό ήταν αυτό που πέτυχε για τη λογοτεχνία ο Ρεμπώ: τη διείσδυση των πιο σκοτεινών πλευρών του ανθρωπίνου μυαλού στη τέχνη, την απελευθέρωση από τη λυρική γραφή της ποίησης, κύρια οντολογικά διλλήματα όπως ο θάνατος και η απώλεια, αποτυπωμένα σε μια κόλλα χαρτί. Γιατί μια κόλλα χαρτί του ήταν αρκετή για να μεγαλουργήσει.
“Οι παραισθήσεις μου είναι ατέλειωτες. Αλλά αυτό το είχα πάντα: όχι άλλη πίστη στην ιστορία, λησμοσύνη στις αρχές. Πρέπει να σιωπήσω: ποιητές και οραματιστές θα ζηλέψουν. Είμαι χίλιες φορές πλουσιότερος απ΄ όλους και άπληστος όσο και η θάλασσα. “
Επαναστάτης καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, μόλις 16 χρονών, το σκάει από το τη οικογενειακή ‘θαλπωρή’ και καταφεύγει στο Παρίσι για να κυνηγήσει καριέρα λογοτέχνη. Παρόλο το ταλέντο του, ποτέ δε κατάφερε να αφήσει πίσω του το αντίκτυπο που είχε η καταπίεση της παιδικής του ηλικίας- τα βάζει με τη θρησκεία, τον συντηρητισμό της μητέρας του, της κοινωνίας, το σκοταδισμό της εποχής, τον καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό και τη αποικιοκρατία, τη κριτική που ακολούθησε έπειτα από την αποκάλυψη της σχέσης του με τον Βερλαίν. Και κάπως έτσι τελειώνει άδοξα το υποσχόμενο του μέλλον ως ποιητής.
Αδυνατώντας να αντέξει τον απόηχο της σχέση του και την απαξίωση προς το πρόσωπο του από τους λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, επιστρέφει στη γενέτειρα του Σαρλβίλ και στη ‘θαλπωρή’ του σπιτιού του. Κουβαλάει όμως την αποτυχία του μαζί του. Παραδόξως, πίσω στο Σαρλβίλ καταφέρνει να ολοκληρώσει την επιτομή της αντικομφορμιστικής του τέχνης, με το έργο “Μια εποχή στη κόλαση”.
“Ένα βράδυ, κάθισα την Ομορφιά στα πόδια μου -και τη βρήκα πικρή- και τη βεβήλωσα.
Όρθωσα το ανάστημα μου ενάντια στη δικαιοσύνη.
Τράπηκα σε φυγή. Ω Μάγισσες, Ω Δυστυχία, Ω Μίσος , είναι που σε σας τον θησαυρό μου εμπιστεύθηκα.
Κατάφερα να εξαφανίσω μέσα μου, όλη την ανθρώπινη ελπίδα. Με δρασκέλισμα αθόρυβο, κτήνους βαρύθυμου, έπνιξα κάθε ευχαρίστηση.
Κάλεσα τους δήμιους για να αφανιστώ, μασώντας τις κάνες των όπλων τους. Επικαλέστηκα τους λοιμούς για να με πνίξουν σ’ άμμο και αίμα. Η Δυστυχία ήταν ο Θεός μου.. Στη λάσπη ξάπλωσα στεγνώνοντας τη σάρκα μου με μιαρό αέρα. Υποδύθηκα τον ανόητο ως του σημείου παραφροσύνης.
Και η άνοιξη μου έφερε το τρομώδες γέλιο ενός ηλίθιου.
Εντούτοις, όταν ήμουν έτοιμος να κοάξω! Σκέφτηκα στα παλαιά συμπόσια να ψάξω το κλειδί, μήπως και βρω ξανά την όρεξη μου.
Η Φιλανθρωπία είναι το κλειδί. Τούτη η έμπνευση καταδεικνύει ότι ονειρεύτηκα.”
Πριν το τέλος της ζωής του ο αιώνιος επαναστάτης αναζητά τη λύτρωση στις μακρινές εκτάσεις της Αφρικής. Ο άνθρωπος που συνδέθηκε με τον αθεϊσμό, το κομμουνισμό, την αναρχία και την επανάσταση, τον μοντερνισμό και το σουρεαλισμό, τη συμβολιστική γραφή και την καταγραφή της ανθρώπινης εσωτερικής πάλης του ανθρώπου μπροστά στο μοιραίο της ζωής, άφησε ως παρακαταθήκη ίσως τους πιο λυτρωτικούς στίχους μιας καταπιεσμένης ύπαρξης:
“Απαλλαγμένος από κάθε ηθική
επιστρέφω στη γη να επιτελέσω ένα καθήκον.
Να γίνω ένα με τη σκληρή πραγματικότητα.
Πλάνη; Μπορεί…
Η εποχή που ανατέλλει είναι αμείλικτη.
Εγώ, πάντως, μπορώ να πω, ότι νίκησα∙
σβήστηκαν όλες οι απαίσιες αναμνήσεις.
Πρέπει να είσαι, οπωσδήποτε, στο πνεύμα της εποχής.
Τέρμα οι ευλογίες και τα ευλογητάρια∙
κράτα το κερδισμένο έδαφος.
Το πρόσωπό μου, ρούφηξε το ξεραμένο αίμα.
Πίσω μου, το τίποτα…
Ααα!
Μόνο, ένα…Άθλιο δεντράκι…
Οι αγώνες του πνεύματος είναι εξίσου άγριοι με τους
πολέμους των ανθρώπων.
Και είμαστε μόνο, στην αρχή…
Αγαπημένο χέρι
τι να πω γι’ αυτό…
Γελάω! Μπορώ να γελάω με τις παλιές μου, ερωτικές απογοητεύσεις.
Εκεί κάτω, αντίκρισα, την κόλαση των γυναικών και
δικαιούμαι να συλλάβω την…Αλήθεια,
σε μια ψυχή
και ένα σώμα.
Πρέπει να είσαι, οπωσδήποτε, στο πνεύμα της εποχής.
Θα συνηθίσω…
Θα συνηθίσω…
Θα συνηθίσω…”