Οι προειδοποιήσεις των επιστημόνων για τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και τον αντίκτυπο τους στην διατήρηση της ακεραιότητας του πλανήτη είναι συνεχείς και δραματικές. Η κλιματική αλλαγή που συντελείται ήδη δημιουργεί πολλά προβλήματα με χειρότερο αυτό της απώλειας ανθρώπων και φυσικών πόρων. Συχνά όμως οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ξεχνιούνται μόλις τα καιρικά φαινόμενα καταλαγιάσουν. Αποτυγχάνεται, δηλαδή η διασύνδεση των φαινομένων αυτών με τις κοινωνικές και οικονομικές τους συνέπειες.
Η οικολογική κρίση που αντιμετωπίζουμε συνδέεται άμεσα με οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές ανισότητες. Σύμφωνα με έρευνες όσοι διαθέτουν οικονομικά πλεονεκτήματα, αφήνουν πολύ μεγαλύτερο οικολογικό αποτύπωμα, αφού το πλουσιότερο 10% του κόσμου, δηλαδή γύρω στα 630 εκ. άνθρωποι ήταν υπεύθυνο για το 52% των συνολικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μεταξύ 1990 και 2015. Από αυτή την ομάδα, το πλουσιότερο 1% γύρω στα 63 εκ. άνθρωποι ήταν υπεύθυνο για το 15% των συνολικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και για το 9% του προϋπολογισμού του διοξειδίου του άνθρακα – δυο φορές περισσότερο από το φτωχότερο μισό του παγκόσμιου πληθυσμού γύρω στα 3,1 δις άνθρωποι.
Επομένως, ο ρόλος των πλουσίων ανά την υφήλιο αναφορικά με την υπερθέρμανση του πλανήτη είναι σύμπτωμα μιας ευρύτερης πραγματικότητας: η κατανάλωση έχει προκαλέσει περιβαλλοντικές κρίσεις και η λύση βρίσκεται στα δικά τους χέρια λόγω της πολιτικής τους δύναμης. Εντωμεταξύ εκατοντάδες εκατομμύρια συνεχίζουν να βιώνουν ακραία φτώχεια. Ως αποτέλεσμα άνθρωποι σε διαφορετικά μέρη του πλανήτη εξαναγκάζονται να μεταναστεύσουν και να αναζητήσουν προστασία σε άλλες χώρες. Παραδείγματα περιβαλλοντικής μετανάστευσης ήδη εντοπίζονται σε χώρες της Αφρικής, όπως η Κένυα και η Σενεγάλη, στη Γουατεμάλα της νότιας Αμερικής αλλά και στην Καμπότζη. Υπάρχουν τρία βασικά αίτια για την τρέχουσα κρίση: οι προηγούμενες και υφιστάμενες αδικίες μεταξύ και εντός χωρών, π.χ. αποικιοκρατία, η κατακόρυφη αύξηση των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών ανισοτήτων που συσχετίζονται με τη συγκέντρωση εξουσιών και η εμμονή με τη δομική εξάρτηση από την οικονομική ανάπτυξη.
Στο πλαίσιο αυτό ο ρόλος και οι ευθύνες της ευρωπαϊκής οικονομίας, τόσο εγχώρια όσο και παγκοσμίως αξίζει να συζητηθεί. Ως ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά μπλοκ στον κόσμο, η ευρωπαϊκή οικονομία έχει σημαντικές συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία και στην ευημερία και τις ευκαιρίες ζωής πολλών ανθρώπων ανά την υφήλιο. Ένας ασφαλής και δίκαιος χώρος διαθέτει κοινωνικά θεμέλια και οικολογική προστασία για όλους. Για να κατανοήσουμε πως μπορούμε να καταλήξουμε σε αυτόν πρέπει να δούμε τη μεγαλύτερη εικόνα. Το πώς εμείς ως Ευρωπαίοι πολίτες καθοδηγούμε την οικονομία μας και το τι επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται να κάνουν οι εταιρίες που έχουν την έδρα τους στην ΕΕ επηρεάζουν τη ζωή και τον βιοπορισμό των ανθρώπων και την ακεραιότητα της φύσης. Αυτή τη στιγμή, οι οικονομίες των 27 Κρατών-Μελών της ΕΕ και του ΗΒ υπερβαίνουν τα όρια του πλανήτη.
Χρειάζεται να οικοδομηθεί μια οικονομία που να προάγει την ευημερία όλων των λαών. Μια οικονομία που να ξεπερνά τις δομές εκμετάλλευσης σε παγκόσμια κλίμακα αντί να τις διαιωνίζει, που να χειραφετεί όλους τους λαούς αντί να συγκεντρώνει την εξουσία στα χέρια μιας μικροσκοπικής ελίτ και που να σέβεται αντί να καταστρέφει τη φύση. Η οικονομία εξαρτάται από τους ανθρώπους οι οποίοι εξαρτώνται από τη φύση και του πόρους που παίρνουν από αυτήν. Μέχρι στιγμής, η αχαλίνωτη ανάπτυξη της εξόρυξης, της παραγωγής και του εμπορίου έχουν τροφοδοτήσει έναν καταστροφικό κύκλο μεγάλης κλίμακας. Η κοινωνία των πολιτών σε όλη την Ευρώπη απαιτεί την αλλαγή, η οποία θα οδηγήσει μακριά από την τρέχουσα καταστροφική οικονομία και προς μια κοινωνικά και οικολογικά δίκαιη οικονομία.
Για περισσότερες πληροφορίες για την κλιματική αλλαγή και τις διασυνδέσεις της με την οικονομία και τη μετανάστευση μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του Έργου “End Climate Change, Start Climate of Change”, www.climateofchange.info/cyprus, που συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Προγράμματος DEAR και υλοποιείται στην Κύπρο από το Ερευνητικό Ίδρυμα του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
*Της Δρ. Δέσποινα Κοχλιού, Λέκτορας Κοινωνικής Εργασίας, Ερευνητικό Ίδρυμα Πανεπιστημίου Λευκωσίας.